- ιδεογραφικός
- η , ό[ν] лингв, идеографический;
ιδεογραφικό σύστημα γραφής — идеографическое письмо
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ιδεογραφικό σύστημα γραφής — идеографическое письмо
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ιδεογραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιδεογραφία («ιδεογραφική γραφή»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ideographic < ideo (πρβλ. ιδέα «εικόνα») + graphic (πρβλ. γραφικός). Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Αλέξ. Ρ. Ραγκαβή] … Dictionary of Greek
ιδεογραφικός, -ή — ό αυτός που έχει σχέση με την ιδεογραφία: Ιδεογραφική παράσταση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)